- αψεύτιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι ψευτισμένος, δεν είναι νοθευμένος: Τίποτε δεν έμεινε αψεύτιστο στα χρόνια μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αψεύτιστος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν ψευτίσει, ο ανόθευτος 2. εκείνος που δεν διαψεύστηκε … Dictionary of Greek